σαρκοειδῆ

σαρκοειδῆ
σαρκοειδής
flesh-like
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
σαρκοειδής
flesh-like
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
σαρκοειδής
flesh-like
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαρκοειδής — ές, ΝΑ όμοιος με σάρκα, σαρκώδης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σαρκοειδές ιατρ. η δερματική παθολογοανατομική βλάβη τής σαρκοείδωσης, που εκδηλώνεται, συνήθως, υπό μορφή οζιδίων (α. «δερματικά σαρκοειδή» β. «υποδόρια σαρκοειδή τών Νταριέ Ρουσύ»).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”